- ἐῖσος
- ἐῖσος: see ἐίση.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
έισος — ἔϊσος, η, ον (Α) 1. ίσος, όμοιος 2. (για πλοίο) ισορροπημένος, σύμμετρος, καλοζυγισμένος 3. (για ασπίδα) στρογγυλή 4. (για νου) φρόνιμος, δίκαιος, σωστός … Dictionary of Greek
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
'ίσως — ἀΐσως , ἄισος unlike adverbial ἀΐσως , ἄισος unlike masc/fem acc pl (doric) ἐΐσως , ἔισος alike adverbial ἐΐσως , ἔισος alike masc acc pl (doric) ἐί̱σως , ἴσος equal adverbial (epic) ἐί̱σως , ἴσος equal masc acc pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐίσας — ἐΐσᾱς , ἔισος alike fem acc pl ἐΐσᾱς , ἔισος alike fem gen sg (doric aeolic) ἐί̱σᾱς , ἴσος equal fem acc pl (epic) ἐί̱σᾱς , ἴσος equal fem gen sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔισον — ἔϊ̱σον , ἔισος alike masc acc sg ἔϊ̱σον , ἔισος alike neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КОЛЛОИДЫ (КОЛЛОИДНЫЕ СИСТЕМЫ) — [έίσος (ύйдос) вид] двухфазные дисперсные системы с предельно высокой степенью дисперсности, при которой еще сохраняется гетерогенность, т. е. наличие между дисперсной фазой и дисперсионной средой поверхности раздела … Геологическая энциклопедия
ἐίσαι — ἐΐσᾱͅ , ἔισος alike fem dat sg (doric aeolic) ἐί̱σᾱͅ , ἴσος equal fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐίση — ἐΐση , ἔισος alike fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἐί̱ση , ἴσος equal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐίσην — ἐΐσην , ἔισος alike fem acc sg (attic epic ionic) ἐί̱σην , ἴσος equal fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐίσης — ἐΐσης , ἔισος alike fem gen sg (attic epic ionic) ἐί̱σης , ἴσος equal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐίσῃ — ἐΐσῃ , ἔισος alike fem dat sg (attic epic ionic) ἐί̱σῃ , ἴσος equal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)